- Σαννίδωρος
- ὁ, Απεριπαικτικό παρωνύμιο τού Επικούρου αντί τού Αντίδωρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < σαίνω με εκφραστικό διπλασιασμό τού -ν- (πρβλ. σάνν-ας, σάνν-ιον) + -δωρος (< δῶρον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Σαννίδωρον — Σαννίδωρος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)